Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑκατερέω
ἑκάτερθε
ἑκάτερος
ἑκατέρω
ἑκατέρωθεν
ἑκατέρωθι
ἑκατέρως
ἑκατέρωσε
Ἑκάτη
ἑκάτη
ἑκατηβόλος
Ἑκατήσιον
Ἑκατικός
ἑκατόγγυιος
ἑκατογκάρανος
ἑκατογκεφάλας
ἑκατογκέφαλος
ἑκατόγκρανος
ἑκατόγχειρος
ἑκατόζυγος
ἑκατόμβα
View word page
ἑκατηβόλος
far-shooting

ShortDef

far-shooting

Debugging

Headword:
ἑκατηβόλος
Headword (normalized):
ἑκατηβόλος
Headword (normalized/stripped):
εκατηβολος
IDX:
26837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26838
Key:

Data

{'content': 'far-shooting'}