Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
ἀκατάφθορος
ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος
ἀκαταχρημάτιστος
ἀκατάχρηστος
ἀκαταχώριστος
ἀκατάψευστος
ἀκάτειος
View word page
ἀκατάτρητος
not pierced

ShortDef

not pierced

Debugging

Headword:
ἀκατάτρητος
Headword (normalized):
ἀκατάτρητος
Headword (normalized/stripped):
ακατατρητος
IDX:
2674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2675
Key:

Data

{'content': 'not pierced'}