Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
ἀκατάτρητος
ἀκατάτριπτος
ἀκαταύγαστος
ἀκατάφθορος
ἀκαταφόρητος
ἀκαταφρόνητος
ἀκαταχρημάτιστος
View word page
ἀκατάσχαστος
without scarification
ShortDef
without scarification
Debugging
Headword:
ἀκατάσχαστος
Headword (normalized):
ἀκατάσχαστος
Headword (normalized/stripped):
ακατασχαστος
Intro Text:
without scarification
IDX:
2670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2671
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "without scarification" }