Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσμετρέω
εἰσναίω
εἰσνέομαι
εἰσνέω
εἰσνήχομαι
εἰσνοέω
εἰσοδιάζω
εἰσοδιασμός
εἰσόδιος
εἰσοδοιπορέω
εἴσοδος
εἰσοιδαίνω
εἰσοικειόω
εἰσοικέω
εἰσοίκησις
εἰσοικίζω
εἰσοικισμός
εἰσοικοδομέω
εἰσοιστέος
εἰσοιχνέω
εἰσόκε
View word page
εἴσοδος
a way in, entrance

ShortDef

a way in, entrance

Debugging

Headword:
εἴσοδος
Headword (normalized):
εἴσοδος
Headword (normalized/stripped):
εισοδος
IDX:
26703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26704
Key:

Data

{'content': 'a way in, entrance'}