Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
View word page
ἀγανακτέω
to feel irritation

ShortDef

to feel irritation

Debugging

Headword:
ἀγανακτέω
Headword (normalized):
ἀγανακτέω
Headword (normalized/stripped):
αγανακτεω
IDX:
266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-267
Key:

Data

{'content': 'to feel irritation'}