Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἴσκειμαι
εἰσκέλλω
εἰσκηρύσσω
εἰσκλάω
εἰσκλείω
εἴσκλησις
εἰσκολάπτω
εἰσκολυμβάω
εἰσκομιδή
εἰσκομίζω
εἰσκόμισμα
εἰσκρεμάννυμι
εἰσκρίνω
εἴσκρισις
εἰσκριτικόν
εἰσκρούω
εἰσκρύπτω
εἰσκτάομαι
εἰσκυκλέω
εἰσκύκλημα
εἰσκυλίνδω
View word page
εἰσκόμισμα
that which is brought in

ShortDef

that which is brought in

Debugging

Headword:
εἰσκόμισμα
Headword (normalized):
εἰσκόμισμα
Headword (normalized/stripped):
εισκομισμα
IDX:
26672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26673
Key:

Data

{'content': 'that which is brought in'}