Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
ἀκατάσχετος
ἀκατάτακτος
View word page
ἀκαταστασία
instability, anarchy, confusion
ShortDef
instability, anarchy, confusion
Debugging
Headword:
ἀκαταστασία
Headword (normalized):
ἀκαταστασία
Headword (normalized/stripped):
ακαταστασια
IDX:
2663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2664
Key:
Data
{'content': 'instability, anarchy, confusion'}