Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητέον
εἰσηγητέος
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
εἰσηγορία
εἰσηθέω
εἰσήκω
εἰσηλυσία
εἰσηλύσιον
εἰσήλυσις
εἴσθεσις
εἰσθέω
εἰσθεωρέω
εἰσθρῴσκω
εἰσιδρύω
εἰσίζομαι
εἰσίημι
εἰσίθμη
View word page
εἰσηλυσία
a coming in, entrance

ShortDef

a coming in, entrance

Debugging

Headword:
εἰσηλυσία
Headword (normalized):
εἰσηλυσία
Headword (normalized/stripped):
εισηλυσια
IDX:
26632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26633
Key:

Data

{'content': 'a coming in, entrance'}