Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσέπειτα
εἰσεπιδημέω
εἰσέργνυμι
εἰσέρπω
εἰσέρρω
εἴσερσις
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἰσέτι
εἰσευπορέω
εἰσέχω
εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητέον
εἰσηγητέος
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
εἰσηγορία
εἰσηθέω
εἰσήκω
View word page
εἰσέχω
to stretch into, reach, extend

ShortDef

to stretch into, reach, extend

Debugging

Headword:
εἰσέχω
Headword (normalized):
εἰσέχω
Headword (normalized/stripped):
εισεχω
IDX:
26621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26622
Key:

Data

{'content': 'to stretch into, reach, extend'}