Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσεντίθημι
εἰσέπειτα
εἰσεπιδημέω
εἰσέργνυμι
εἰσέρπω
εἰσέρρω
εἴσερσις
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἰσέτι
εἰσευπορέω
εἰσέχω
εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητέον
εἰσηγητέος
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
εἰσηγορία
εἰσηθέω
View word page
εἰσευπορέω
procure in plenty

ShortDef

procure in plenty

Debugging

Headword:
εἰσευπορέω
Headword (normalized):
εἰσευπορέω
Headword (normalized/stripped):
εισευπορεω
IDX:
26620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26621
Key:

Data

{'content': 'procure in plenty'}