Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
ἀκατάστρεπτος
ἀκατάστροφος
ἀκατάσχαστος
ἀκατασχεσία
View word page
ἀκατασκήνωτος
unsuitable for encampment
ShortDef
unsuitable for encampment
Debugging
Headword:
ἀκατασκήνωτος
Headword (normalized):
ἀκατασκήνωτος
Headword (normalized/stripped):
ακατασκηνωτος
IDX:
2661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2662
Key:
Data
{'content': 'unsuitable for encampment'}