Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσεμβαίνω
εἰσεμπορεύομαι
εἰσεντίθημι
εἰσέπειτα
εἰσεπιδημέω
εἰσέργνυμι
εἰσέρπω
εἰσέρρω
εἴσερσις
εἰσερύω
εἰσέρχομαι
εἰσέτι
εἰσευπορέω
εἰσέχω
εἰσηγέομαι
εἰσήγημα
εἰσήγησις
εἰσηγητέον
εἰσηγητέος
εἰσηγητής
εἰσηγήτρια
View word page
εἰσέρχομαι
to go in

ShortDef

to go in

Debugging

Headword:
εἰσέρχομαι
Headword (normalized):
εἰσέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
εισερχομαι
IDX:
26618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26619
Key:

Data

{'content': 'to go in'}