Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσδανείζω
εἰσδεκτός
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἴσδοσις
εἰσδοχή
εἰσδρομή
εἴσδυσις
εἰσδύω
εἰσεάω
εἰσεγγίζω
εἴσειμι
εἰσέλασις
εἰσελαστικός
εἰσελαύνω
εἰσέλευσις
εἰσέλκω
εἰσεμβαίνω
εἰσεμπορεύομαι
εἰσεντίθημι
View word page
εἰσεάω
let in

ShortDef

let in

Debugging

Headword:
εἰσεάω
Headword (normalized):
εἰσεάω
Headword (normalized/stripped):
εισεαω
IDX:
26600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26601
Key:

Data

{'content': 'let in'}