Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
ἀγανός
View word page
ἄγαν
very, much, very much

ShortDef

very, much, very much

Debugging

Headword:
ἄγαν
Headword (normalized):
ἄγαν
Headword (normalized/stripped):
αγαν
IDX:
265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-266
Key:

Data

{'content': 'very, much, very much'}