Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσγίγνομαι
εἰσγραφή
εἰσγράφω
εἰσδανείζω
εἰσδεκτός
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἴσδοσις
εἰσδοχή
εἰσδρομή
εἴσδυσις
εἰσδύω
εἰσεάω
εἰσεγγίζω
εἴσειμι
εἰσέλασις
εἰσελαστικός
εἰσελαύνω
εἰσέλευσις
εἰσέλκω
View word page
εἰσδρομή
an inroad, onslaught

ShortDef

an inroad, onslaught

Debugging

Headword:
εἰσδρομή
Headword (normalized):
εἰσδρομή
Headword (normalized/stripped):
εισδρομη
IDX:
26597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26598
Key:

Data

{'content': 'an inroad, onslaught'}