Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσβατός
εἰσβδάλλω
εἰσβιάζομαι
εἰσβιβάζω
εἰσβλέπω
εἰσβλητέον
εἰσβολή
εἰσγένεσις
εἰσγίγνομαι
εἰσγραφή
εἰσγράφω
εἰσδανείζω
εἰσδεκτός
εἰσδέρκομαι
εἰσδέχομαι
εἰσδίδωμι
εἴσδοσις
εἰσδοχή
εἰσδρομή
εἴσδυσις
εἰσδύω
View word page
εἰσγράφω
to write in, inscribe

ShortDef

to write in, inscribe

Debugging

Headword:
εἰσγράφω
Headword (normalized):
εἰσγράφω
Headword (normalized/stripped):
εισγραφω
IDX:
26589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26590
Key:

Data

{'content': 'to write in, inscribe'}