Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαταπάλαιστος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
ἀκαταπράϋντος
ἀκαταπτόητος
ἀκατάπτωτος
ἀκατάσβεστος
ἀκατάσειστος
ἀκατασήμαντος
ἀκατασκεύαστος
ἀκατάσκευος
ἀκατασκήνωτος
ἀκατασόφιστος
ἀκαταστασία
ἀκαταστατέω
ἀκατάστατος
ἀκαταστέριστος
ἀκαταστόχαστος
View word page
ἀκατάσειστος
not to be shaken

ShortDef

not to be shaken

Debugging

Headword:
ἀκατάσειστος
Headword (normalized):
ἀκατάσειστος
Headword (normalized/stripped):
ακατασειστος
IDX:
2657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2658
Key:

Data

{'content': 'not to be shaken'}