Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρομαι
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγέω
εἰσαγωγή
εἰσαγωγικός
εἰσαγώγιμος
εἰσαγώγιον
εἰσαγωγός
εἰσαεί
εἰσαείρομαι
εἰσαθρέω
εἰσαίρω
εἰσαισθάνομαι
εἰσαΐσσω
εἰσαΐω
εἰσαίω
εἰσακοή
εἰσακοντίζω
View word page
εἰσαγωγός
watching over imports

ShortDef

watching over imports

Debugging

Headword:
εἰσαγωγός
Headword (normalized):
εἰσαγωγός
Headword (normalized/stripped):
εισαγωγος
IDX:
26525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26526
Key:

Data

{'content': 'watching over imports'}