Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰσαγγέλλω
εἰσάγγελσις
εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρομαι
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγέω
εἰσαγωγή
εἰσαγωγικός
εἰσαγώγιμος
εἰσαγώγιον
εἰσαγωγός
εἰσαεί
εἰσαείρομαι
εἰσαθρέω
εἰσαίρω
εἰσαισθάνομαι
εἰσαΐσσω
εἰσαΐω
εἰσαίω
View word page
εἰσαγώγιμος
that can be imported, that can be (legally) maintained

ShortDef

that can be imported, that can be (legally) maintained

Debugging

Headword:
εἰσαγώγιμος
Headword (normalized):
εἰσαγώγιμος
Headword (normalized/stripped):
εισαγωγιμος
IDX:
26523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26524
Key:

Data

{'content': 'that can be imported, that can be (legally) maintained'}