Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰρωνεύομαι
εἰρωνευτής
εἰρωνικός
εἰς
εἷς
εἰσαγγελεύς
εἰσαγγελία
εἰσαγγέλλω
εἰσάγγελσις
εἰσαγγελτικός
εἰσαγείρομαι
εἰσαγείρω
εἰσάγω
εἰσαγωγεύς
εἰσαγωγέω
εἰσαγωγή
εἰσαγωγικός
εἰσαγώγιμος
εἰσαγώγιον
εἰσαγωγός
εἰσαεί
View word page
εἰσαγείρομαι
gather together in

ShortDef

gather together in

Debugging

Headword:
εἰσαγείρομαι
Headword (normalized):
εἰσαγείρομαι
Headword (normalized/stripped):
εισαγειρομαι
IDX:
26516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26517
Key:

Data

{'content': 'gather together in'}