Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
ἀγανόμματος
ἄγανος
View word page
ἄγαμος
unmarried, unwedded, single
ShortDef
unmarried, unwedded, single
Debugging
Headword:
ἄγαμος
Headword (normalized):
ἄγαμος
Headword (normalized/stripped):
αγαμος
IDX:
264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-265
Key:
Data
{'content': 'unmarried, unwedded, single'}