Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰρηνέω
εἰρήνη
εἰρηνικός
εἰρηνοπάτριος
εἰρηνοποιέω
εἰρηνοποιός
εἰρηνοφυλακέω
εἰρηνοφύλαξ
εἱρκτέον
εἱρκτέος
εἱρκτή
εἱρκτικός
εἱρκτοφυλακέω
εἱρκτοφύλαξ
εἱρμός
εἶρξις
εἰροκόμος
εἴρομαι
εἰρομένως
εἰροπόκος
εἰροπόνος
View word page
εἱρκτή
an inclosure, prison

ShortDef

an inclosure, prison

Debugging

Headword:
εἱρκτή
Headword (normalized):
εἱρκτή
Headword (normalized/stripped):
ειρκτη
IDX:
26486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26487
Key:

Data

{'content': 'an inclosure, prison'}