Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱματισμός
εἶμι
εἰμί
εἰναετες
εἰναετής
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
εἰνάς
εἰνάτερες
εἰναφώσσων
εἵνεκεν
εἰνοσίφυλλος
εἶξις
εἴπερ
εἷπερ
εἶπον
εἴποτε
εἴπου
εἶρα
View word page
εἰνάτερες
sisters-in-law

ShortDef

sisters-in-law

Debugging

Headword:
εἰνάτερες
Headword (normalized):
εἰνάτερες
Headword (normalized/stripped):
εινατερες
IDX:
26443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26444
Key:

Data

{'content': 'sisters-in-law'}