Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἱλωτεία
εἱλωτεύω
εἱλωτίζομαι
εἱλωτικός
εἷμα
εἱμάρσην
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
εἱματισμός
εἶμι
εἰμί
εἰναετες
εἰναετής
εἰναλίφοιτος
εἰνάνυχες
εἰνάς
εἰνάτερες
εἰναφώσσων
εἵνεκεν
εἰνοσίφυλλος
εἶξις
View word page
εἰμί
to be

ShortDef

to be

Debugging

Headword:
εἰμί
Headword (normalized):
εἰμί
Headword (normalized/stripped):
ειμι
IDX:
26437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26438
Key:

Data

{'content': 'to be'}