Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
ἀκατάποτος
View word page
ἀκατάμικτος
not to be met with, rare

ShortDef

not to be met with, rare

Debugging

Headword:
ἀκατάμικτος
Headword (normalized):
ἀκατάμικτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταμικτος
IDX:
2642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2643
Key:

Data

{'content': 'not to be met with, rare'}