Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἰλιτενής
εἰλυθμός
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλύς
εἴλυσις
εἰλύσπωμα
εἰλυστήριον
εἰλυφάζω
εἰλυφάω
εἰλύω
εἴλω
Εἵλως
εἱλωτεία
εἱλωτεύω
εἱλωτίζομαι
εἱλωτικός
εἷμα
εἱμάρσην
εἱμαρτός
εἱματανωπερίβαλλος
View word page
εἰλύω
to enfold, enwrap
ShortDef
to enfold, enwrap
Debugging
Headword:
εἰλύω
Headword (normalized):
εἰλύω
Headword (normalized/stripped):
ειλυω
IDX:
26424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26425
Key:
Data
{'content': 'to enfold, enwrap'}