Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαταληψία
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
ἀκαταμάχητος
ἀκαταμέμπτως
ἀκαταμέτρητος
ἀκατάμικτος
ἀκατανάγκαστος
ἀκατανέμητος
ἀκατανόητος
ἀκατάξεστος
ἀκαταπάλαιστος
ἀκατάπαυστος
ἀκατάπληκτος
ἀκαταπληξία
ἀκαταπόνητος
View word page
ἀκαταμέτρητος
unmeasured
ShortDef
unmeasured
Debugging
Headword:
ἀκαταμέτρητος
Headword (normalized):
ἀκαταμέτρητος
Headword (normalized/stripped):
ακαταμετρητος
IDX:
2641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2642
Key:
Data
{'content': 'unmeasured'}