Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτός
εἰλίονες
εἰλίπους
εἰλιτενής
εἰλυθμός
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλύς
εἴλυσις
εἰλύσπωμα
εἰλυστήριον
εἰλυφάζω
εἰλυφάω
εἰλύω
εἴλω
Εἵλως
εἱλωτεία
View word page
εἰλυός
a lurking place, den

ShortDef

a lurking place, den

Debugging

Headword:
εἰλυός
Headword (normalized):
εἰλυός
Headword (normalized/stripped):
ειλυος
IDX:
26417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26418
Key:

Data

{'content': 'a lurking place, den'}