Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἱλικόεις
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω
εἰλικρινής
εἰλικρινότης
εἱλικτός
εἰλίονες
εἰλίπους
εἰλιτενής
εἰλυθμός
εἴλυμα
εἰλυός
εἰλύς
εἴλυσις
εἰλύσπωμα
εἰλυστήριον
εἰλυφάζω
εἰλυφάω
εἰλύω
εἴλω
View word page
εἰλυθμός
lurking-place, den

ShortDef

lurking-place, den

Debugging

Headword:
εἰλυθμός
Headword (normalized):
εἰλυθμός
Headword (normalized/stripped):
ειλυθμος
IDX:
26415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26416
Key:

Data

{'content': 'lurking-place, den'}