Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἰκών
εἰλαμίδες
εἰλαπινάζω
εἰλαπιναστής
εἰλαπίνη
εἰλαπινουργός
εἶλαρ
Εἰλατίδας
Εἰλείθυια
Εἰλειθυιαῖον
εἰλεός
Εἰλέσιον
εἰλετίας
εἱλέω
εἰλεώδης
εἵλη
εἴλη
εἰληδόν
εἱληθερέω
εἱληθερής
εἰληθμός
View word page
εἰλεός
a lurking-place, den, hole
ShortDef
a lurking-place, den, hole
Debugging
Headword:
εἰλεός
Headword (normalized):
εἰλεός
Headword (normalized/stripped):
ειλεος
IDX:
26388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26389
Key:
Data
{'content': 'a lurking-place, den, hole'}