Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰκοσιστάδιος
εἰκοσιτέσσαρες
εἰκοσιτρία
εἰκοσίφυλλος
εἰκόσορος
εἰκοσταῖος
εἰκοστή
εἰκοστόγδοον
εἰκοστοέβδομος
εἰκοστοεκταῖος
εἰκοστολόγος
εἰκοστόπεμπτος
εἰκοστόπρωτος
εἰκοστός
εἰκοστοτέταρτος
εἰκοστώνης
εἰκοσώρυγος
εἰκοτολογέω
εἰκοτολογία
εἰκότως
εἰκτέον
View word page
εἰκοστολόγος
one who collects the twentieth, a tax

ShortDef

one who collects the twentieth, a tax

Debugging

Headword:
εἰκοστολόγος
Headword (normalized):
εἰκοστολόγος
Headword (normalized/stripped):
εικοστολογος
IDX:
26364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26365
Key:

Data

{'content': 'one who collects the twentieth, a tax'}