Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰκοβολέω
εἰκοβολία
εἰκονίζω
εἰκονικός
εἰκόνισμα
εἰκονισμός
εἰκονιστής
εἰκονογραφέω
εἰκονογραφία
εἰκονογράφος
εἰκονολογέω
εἰκονολογία
εἰκονόμορφος
εἰκονοποιία
εἰκονοποιός
εἰκονοστάσιον
εἰκονώδης
εἰκός
εἰκοσάβοιος
εἰκοσαγράμματος
εἰκοσάγωνος
View word page
εἰκονολογέω
speak figuratively

ShortDef

speak figuratively

Debugging

Headword:
εἰκονολογέω
Headword (normalized):
εἰκονολογέω
Headword (normalized/stripped):
εικονολογεω
IDX:
26307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26308
Key:

Data

{'content': 'speak figuratively'}