Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
ἀγαμένως
Ἀγαμήδη
ἀγαμία
ἀγαμίου
ἄγαμος
ἄγαν
ἀγανακτέω
ἀγανάκτησις
ἀγανακτητέον
ἀγανακτητικός
ἀγανακτητός
ἀγάννιφος
ἀγανοβλέφαρος
View word page
ἀγαμία
celibacy

ShortDef

celibacy

Debugging

Headword:
ἀγαμία
Headword (normalized):
ἀγαμία
Headword (normalized/stripped):
αγαμια
IDX:
262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-263
Key:

Data

{'content': 'celibacy'}