Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰκαῖος
εἰκαιοσύνη
εἰκαιότης
εἰκαιόψογοι
εἰκάς
εἰκασία
εἰκάσιμος
εἴκασμα
εἰκασμός
εἰκαστέον
εἰκαστής
εἰκαστικός
εἰκαστός
εἰκελόνειρος
εἴκελος
εἰκελόφωνος
εἰκῇ
εἰκοβολέω
εἰκοβολία
εἰκονίζω
εἰκονικός
View word page
εἰκαστής
one who conjectures, a diviner

ShortDef

one who conjectures, a diviner

Debugging

Headword:
εἰκαστής
Headword (normalized):
εἰκαστής
Headword (normalized/stripped):
εικαστης
IDX:
26290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26291
Key:

Data

{'content': 'one who conjectures, a diviner'}