Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀκατάληκτος
ἀκαταληπτέω
ἀκατάληπτος
ἀκαταληψία
ἀκατάλλακτος
ἀκαταλληλία
ἀκατάλληλος
ἀκατάλυτος
ἀκαταμάθητος
ἀκατάμακτος
ἀκαταμαρτύρητος
View word page
ἀκατάληκτος
incessant

ShortDef

incessant

Debugging

Headword:
ἀκατάληκτος
Headword (normalized):
ἀκατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταληκτος
IDX:
2628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2629
Key:

Data

{'content': 'incessant'}