Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιητικός
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλοφανής
εἰδωλοχαρής
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰθισμένως
εἰκαδάρχης
εἰκάδιος
εἰκαδισταί
εἰκάζω
εἰκαθεῖν
εἰκαιοβουλία
εἰκαιολογέω
εἰκαιολογία
εἰκαιολόγος
εἰκαιομυθία
View word page
εἰθισμένως
in the accustomed manner

ShortDef

in the accustomed manner

Debugging

Headword:
εἰθισμένως
Headword (normalized):
εἰθισμένως
Headword (normalized/stripped):
ειθισμενως
IDX:
26269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26270
Key:

Data

{'content': 'in the accustomed manner'}