Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰδωλόπλαστος
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποίησις
εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιητικός
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλοφανής
εἰδωλοχαρής
εἶἑν
εἶθαρ
εἴθε
εἰθισμένως
εἰκαδάρχης
εἰκάδιος
εἰκαδισταί
εἰκάζω
εἰκαθεῖν
εἰκαιοβουλία
εἰκαιολογέω
View word page
εἶἑν
well, quite so, very good

ShortDef

well, quite so, very good

Debugging

Headword:
εἶἑν
Headword (normalized):
εἶἑν
Headword (normalized/stripped):
ειεν
IDX:
26266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26267
Key:

Data

{'content': 'well, quite so, very good'}