Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἰδωλόμορφος
εἴδωλον
εἰδωλοπλαστέω
εἰδωλόπλαστος
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποίησις
εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιητικός
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλοφανής
εἰδωλοχαρής
εἶἑν
View word page
εἰδωλόπλαστος
modelled
ShortDef
modelled
Debugging
Headword:
εἰδωλόπλαστος
Headword (normalized):
εἰδωλόπλαστος
Headword (normalized/stripped):
ειδωλοπλαστος
IDX:
26256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26257
Key:
Data
{'content': 'modelled'}