Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰδοφόρος
εἰδύλλιον
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἰδωλόμορφος
εἴδωλον
εἰδωλοπλαστέω
εἰδωλόπλαστος
εἰδωλοποιέω
εἰδωλοποίησις
εἰδωλοποιητής
εἰδωλοποιητικός
εἰδωλοποιία
εἰδωλοποιικός
εἰδωλοποιός
εἰδωλοφανής
View word page
εἴδωλον
an image, a phantom

ShortDef

an image, a phantom

Debugging

Headword:
εἴδωλον
Headword (normalized):
εἴδωλον
Headword (normalized/stripped):
ειδωλον
IDX:
26254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26255
Key:

Data

{'content': 'an image, a phantom'}