Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότης
εἰδότως
εἰδοφορέω
εἰδοφόρος
εἰδύλλιον
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἰδωλόμορφος
εἴδωλον
εἰδωλοπλαστέω
εἰδωλόπλαστος
View word page
εἴδω
see
ShortDef
see
Debugging
Headword:
εἴδω
Headword (normalized):
εἴδω
Headword (normalized/stripped):
ειδω
IDX:
26246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26247
Key:
Data
{'content': 'see'}