Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἰδομαλίδας
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότης
εἰδότως
εἰδοφορέω
εἰδοφόρος
εἰδύλλιον
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
εἰδωλόμορφος
View word page
εἰδοφορέω
represent

ShortDef

represent

Debugging

Headword:
εἰδοφορέω
Headword (normalized):
εἰδοφορέω
Headword (normalized/stripped):
ειδοφορεω
IDX:
26243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26244
Key:

Data

{'content': 'represent'}