Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἴδομαι
εἰδομαλίδας
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότης
εἰδότως
εἰδοφορέω
εἰδοφόρος
εἰδύλλιον
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
εἰδωλόθυτος
εἰδωλολατρεία
εἰδωλολάτρης
View word page
εἰδότως
knowingly
ShortDef
knowingly
Debugging
Headword:
εἰδότως
Headword (normalized):
εἰδότως
Headword (normalized/stripped):
ειδοτως
IDX:
26242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26243
Key:
Data
{'content': 'knowingly'}