Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἰδογράφος
Εἰδοθέη
εἰδοί
εἴδομαι
εἰδομαλίδας
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότης
εἰδότως
εἰδοφορέω
εἰδοφόρος
εἰδύλλιον
εἴδω
εἰδωλεῖον
εἰδωλικός
εἰδωλόθυσία
View word page
εἰδοποιός
forming a species, specific
ShortDef
forming a species, specific
Debugging
Headword:
εἰδοποιός
Headword (normalized):
εἰδοποιός
Headword (normalized/stripped):
ειδοποιος
IDX:
26239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26240
Key:
Data
{'content': 'forming a species, specific'}