Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
εἴδημα
εἰδημονικός
εἰδήμων
εἴδησις
εἰδητικός
εἰδητός
εἰδικός
εἰδογράφος
Εἰδοθέη
εἰδοί
εἴδομαι
εἰδομαλίδας
εἶδον
εἰδοποιέω
εἰδοποίημα
εἰδοποίησις
εἰδοποιία
εἰδοποιός
εἶδος
εἰδότης
εἰδότως
View word page
εἴδομαι
to be seen, be visible, appear
ShortDef
to be seen, be visible, appear
Debugging
Headword:
εἴδομαι
Headword (normalized):
εἴδομαι
Headword (normalized/stripped):
ειδομαι
IDX:
26232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26233
Key:
Data
{'content': 'to be seen, be visible, appear'}