Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀκατάληκτος
ἀκαταληπτέω
ἀκατάληπτος
ἀκαταληψία
View word page
ἀκαταιτίατος
not to be accused

ShortDef

not to be accused

Debugging

Headword:
ἀκαταιτίατος
Headword (normalized):
ἀκαταιτίατος
Headword (normalized/stripped):
ακαταιτιατος
IDX:
2621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2622
Key:

Data

{'content': 'not to be accused'}