Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εἱαμενή
εἱαμένη
εἰαρινός
εἰαρόμασθος
εἰαροτερπής
εἴβιμος
εἴβω
εἴγε
εἰδʼ ἄγε
εἰδαίνομαι
εἰδάλιμος
εἶδαρ
εἰδέχθεια
εἰδεχθής
εἰδή
εἴδημα
εἰδημονικός
εἰδήμων
εἴδησις
εἰδητικός
εἰδητός
View word page
εἰδάλιμος
shapely, comely

ShortDef

shapely, comely

Debugging

Headword:
εἰδάλιμος
Headword (normalized):
εἰδάλιμος
Headword (normalized/stripped):
ειδαλιμος
IDX:
26217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26218
Key:

Data

{'content': 'shapely, comely'}