Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος
ἀκατακόσμητος
ἀκατάκριτος
ἀκάτακτος
ἀκατάληκτος
ἀκαταληπτέω
View word page
ἀκαταδούλωτος
not enslaved

ShortDef

not enslaved

Debugging

Headword:
ἀκαταδούλωτος
Headword (normalized):
ἀκαταδούλωτος
Headword (normalized/stripped):
ακαταδουλωτος
IDX:
2619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2620
Key:

Data

{'content': 'not enslaved'}