Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
ἕθεν
ἐθημολογέω
ἐθημοσύνη
ἐθήμων
ἐθίζω
ἐθικός
ἔθιμος
ἔθισμα
ἐθισμός
ἐθιστέον
ἐθιστέος
ἐθιστός
ἐθμή
ἐθνάρχης
ἐθναρχία
ἐθνηδόν
ἐθνικός
View word page
ἔθιμος
accustomed, usual
ShortDef
accustomed, usual
Debugging
Headword:
ἔθιμος
Headword (normalized):
ἔθιμος
Headword (normalized/stripped):
εθιμος
IDX:
26186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26187
Key:
Data
{'content': 'accustomed, usual'}