Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
ἕθεν
ἐθημολογέω
ἐθημοσύνη
ἐθήμων
ἐθίζω
ἐθικός
View word page
ἐθελουργέω
work freely, indefatigably

ShortDef

work freely, indefatigably

Debugging

Headword:
ἐθελουργέω
Headword (normalized):
ἐθελουργέω
Headword (normalized/stripped):
εθελουργεω
IDX:
26175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26176
Key:

Data

{'content': 'work freely, indefatigably'}