Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
ἕθεν
ἐθημολογέω
ἐθημοσύνη
View word page
ἐθελοπρόξενος
one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος

ShortDef

one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος

Debugging

Headword:
ἐθελοπρόξενος
Headword (normalized):
ἐθελοπρόξενος
Headword (normalized/stripped):
εθελοπροξενος
IDX:
26172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26173
Key:

Data

{'content': 'one who voluntarily charges himself with the office of πρόξενος'}